Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοῦ βασιλέως

См. также в других словарях:

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • ЕСФИРИ КНИГА — [евр. , ], название канонической книги ВЗ, входящей в раздел исторических книг (в евр. традиции в разд. «Писания»). Текст и древние переводы Древнееврейский текст Е. к. дошел в большем количестве списков, «чем любая другая часть Ветхого Завета»… …   Православная энциклопедия

  • Alexanderroman — Taucherglocke (Colimpha) Alexander des Großen, Miniaturmalerei aus der Histoire du bon roi Alexandre um 1320; Kupferstichkabinett Staatliches Museum Preußischer Kulturbesitz, Berlin Als Alexanderroman werden die romanhaften antiken und… …   Deutsch Wikipedia

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Τερτσέτης, Γεώργιος — (Ζάκυνθος 1800 – Αθήνα 1874). Λόγιος, αγωνιστής της Επανάστασης, ποιητής και δικαστής. Μετά την εγκύκλια παιδεία του στη Ζάκυνθο σπούδασε νομικά στο Μιλάνο και στην Παβία (1816 20). Εκεί δέχτηκε την επίδραση όχι μόνο των μεγάλων ρομαντικών… …   Dictionary of Greek

  • Τοσίτσας — Επώνυμο εθνικών ευεργετών από το Μέτσοβο της Ηπείρου. Αναφέρονται και με το επώνυμο Τοσίτζας. 1. Μιχαήλ (1787 – 1856). Σε ηλικία 10 χρόνων εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πατέρας του είχε κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών. Εκεί, φοιτούσε σε …   Dictionary of Greek

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • Πουσέν, Νικολά — (Poussin, Λεζ Αντελί 1594 – Ρώμη 1665). Γάλλος ζωγράφος. Από πολύ νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, πρώτα στο χωριό του με δάσκαλο τον Κεντέν Βαρέν, ύστερα στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1612 και μαθήτευσε κοντά στον Φερντινάν Ελ και… …   Dictionary of Greek

  • Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»